κατατροπώ

κατατροπώ
κατατροπῶ, -οω (AM)
βλ. κατατροπώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατροπώνω — (AM κατατροπῶ, όω) νικώ κάποιον και τόν τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος μσν. μέσ. κατατροποῡμαι, όομαι κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῡ καὶ χώρας», Διγεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατατροπώ < κατ(α) * + τροπῶ… …   Dictionary of Greek

  • κατατρόπωση — η (Μ κατατρόπωσις) [κατατροπώ] η κατανίκηση και τροπή σε φυγή, η συντριβή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”